ουλβώδη

ουλβώδη
τα
βοτ. τάξη χλωροφυκών στην οποία ανήκουν είδη φυκών με ψευδοπαρεγχυματικό φυλλοειδή θαλλό και απαντούν σε θαλάσσια και υφάλμυρα νερά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ούλβα — Φυτό γνωστό και με την ονομασία μαρούλι της θάλασσας. Βλ. λ. φύκη. * * * η βοτ. γένος χλωροφυκών τής τάξης ουλβώδη στο οποίο ανήκουν 30 περίπου είδη φυκών με φυλλοειδή θαλλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ulva «είδος φυτού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”